- τετράπος
- -ον, Α(κρητ. τ.) βλ. τετράπους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τέτραπος — ον, Α (ποιητ. τ.) βλ. τετράπους … Dictionary of Greek
τετράπος — τετράπους four footed masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέτραπον — τέτραπος masc/fem acc sg τέτραπος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράπους — τέτραπος masc/fem acc pl τετράπους four footed masc/fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράπους — ουν, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. τέτραπος και κρητ. τ. τετράπος, ον, Α 1. αυτός που έχει τέσσερα πόδια, τετράποδος 2. αυτός που έχει μήκος ή έκταση τεσσάρων ποδών («ὧν ἕκαστον ἴσον τούτῳ ἐστὶ τῷ τετράποδι», Πλάτ.) αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετράπουν ζώο… … Dictionary of Greek
τέτραφ' — τέτραπα , τέτραπος neut nom/voc/acc pl τέτραπε , τέτραπος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)